- καταπρηΰνω
- καταπρηΰνω (Α)ιων. τ. τού καταπραΰνω*.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + πρηΰνω (ιων. τ. τού πραΰνω «καθησυχάζω»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπραΰνω — (AM καταπραΰνω, Α επικ. και ιων. τ. καταπρηΰνω) καθησυχάζω, κατευνάζω, γαληνεύω («το φάρμακο καταπράυνε τους πόνους») αρχ. 1. κάνω κάτι μαλακό 2. παθ. καταπραΰνομαι α) (για ζώα) εξημερώνομαι, ημερεύω β) (για συγκινήσεις) ελαττώνομαι, κοπάζω.… … Dictionary of Greek